κεκτήμεθα

κεκτήμεθα
κτάομαι
procure for oneself
perf ind mp 1st pl
κτάομαι
procure for oneself
plup ind mp 1st pl (homeric ionic)
κτέομαι
procure for oneself
perf ind mp 1st pl
κτέομαι
procure for oneself
plup ind mp 1st pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεκτήμεθ' — κεκτήμεθα , κτάομαι procure for oneself perf ind mp 1st pl κεκτήμεθα , κτάομαι procure for oneself plup ind mp 1st pl (homeric ionic) κεκτήμεθα , κτέομαι procure for oneself perf ind mp 1st pl κεκτήμεθα , κτέομαι procure for oneself plup ind mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπληθής — ές (ΑΜ παμπληθής ές) 1. ο με όλο του το πλήθος, αθρόος («παμπληθής συγκέντρωση») 2. αυτός που αποτελείται από πάρα πολύ μεγάλο πλήθος, πολυπληθέστατος, απειροπληθής, αναρίθμητος («παμπληθῆ κεκτήμεθα τὴν οὐσίαν», Iσοκρ.) αρχ. 1. (το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • παραδοχή — η / δωρ. τ. παραδοχά, ΝΑ νεοελλ. το να παραδέχεται κανείς κάτι, η συμφωνία για κάτι ότι είναι σωστό ή αληθινό αρχ. 1. το να λαμβάνει κάποιος κάτι, η αποδοχή, η παραλαβή 2. αντίληψη 3. κληρονομική μεταβίβαση, προγονική παράδοση («πατρίους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”