κεκτήμεθ' — κεκτήμεθα , κτάομαι procure for oneself perf ind mp 1st pl κεκτήμεθα , κτάομαι procure for oneself plup ind mp 1st pl (homeric ionic) κεκτήμεθα , κτέομαι procure for oneself perf ind mp 1st pl κεκτήμεθα , κτέομαι procure for oneself plup ind mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμπληθής — ές (ΑΜ παμπληθής ές) 1. ο με όλο του το πλήθος, αθρόος («παμπληθής συγκέντρωση») 2. αυτός που αποτελείται από πάρα πολύ μεγάλο πλήθος, πολυπληθέστατος, απειροπληθής, αναρίθμητος («παμπληθῆ κεκτήμεθα τὴν οὐσίαν», Iσοκρ.) αρχ. 1. (το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
παραδοχή — η / δωρ. τ. παραδοχά, ΝΑ νεοελλ. το να παραδέχεται κανείς κάτι, η συμφωνία για κάτι ότι είναι σωστό ή αληθινό αρχ. 1. το να λαμβάνει κάποιος κάτι, η αποδοχή, η παραλαβή 2. αντίληψη 3. κληρονομική μεταβίβαση, προγονική παράδοση («πατρίους… … Dictionary of Greek